σωματοφυλάκισσα

σωματοφυλάκισσα
ἡ, Μ
βλ. σωματοφύλακας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σωματοφύλακας — ο / σωματοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη τής ζωής και τής σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”